Ο προσδιορισμός της ουρίας στο αίμα είναι μία εξέταση αίματος, που μαζί με τον προσδιορισμό της κρεατινίνης χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της λειτουργίας των νεφρών. Η ουρία σχηματίζεται στο ήπαρ από τη διάσπαση των πρωτεϊνών. Στη συνέχεια, περνάει στην κυκλοφορία του αίματος και αποβάλλεται από το σώμα μέσω των νεφρών. Εάν τα νεφρά δεν λειτουργούν σωστά ή ο οργανισμός χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες πρωτεΐνης, τα επίπεδα της ουρίας στο αίμα αυξάνονται. Αν υπάρχει σοβαρή ηπατική νόσος, έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή μείωση της ουρίας στο αίμα.
Πότε γίνεται η εξέταση;
Η εξέταση της ουρίας είναι χρήσιμη σε πολλές περιπτώσεις, όπως:
Σε υποψία δυσλειτουργίας των νεφρών. Μερικά από τα συμπτώματα είναι:
Αδυναμία, κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης, υπνηλία.
Οίδημα στους αστραγάλους, γύρω από τα μάτια, στην κοιλιά.
Καφεοειδή ούρα.
Μείωση της ποσότητας των ούρων.
Πόνος στην περιοχή των νεφρών.
Υψηλή αρτηριακή πίεση.
Επίσης, χρησιμοποιείται:
Στην παρακολούθηση των ασθενών που βρίσκονται σε θεραπεία για γνωστή πάθηση των νεφρών.
Στην παρακολούθηση ασθενών που λαμβάνουν φάρμακα, τα οποία μπορεί να έχουν βλαβερή επίδραση στα νεφρά.
Στο πλαίσιο εργαστηριακής διερεύνησης των ασθενών που προσέρχονται ως επείγοντα περιστατικά.
Ως έλεγχος ρουτίνας σε προληπτικό εργαστηριακό έλεγχο.
Για την εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας πριν από την έναρξη κάποιας φαρμακευτικής αγωγής.
Ποια είναι η προετοιμασία της εξέτασης;
Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία. Για την εκτίμηση της ουρίας αίματος χρειάζεται μία απλή αιμοληψία μικρής ποσότητας αίματος.
Ποια είναι η διαδικασία της εξέτασης;
Μετά την αιμοληψία, το δείγμα θα μεταφερθεί στο βιοχημικό εργαστήριο. Με τη χρήση ειδικών αναλυτών, γίνεται η εκτίμηση της ουρίας στο υπό εξέταση δείγμα.
Ποια είναι τα αποτελέσματα της εξέτασης;
Οι φυσιολογικές τιμές της ουρίας αίματος είναι 10-50 mg/dl (μικρές διαφορές μπορεί να υπάρχουν από εργαστήριο σε εργαστήριο). Τα υψηλά επίπεδα μπορεί να υποδηλώνουν βλάβη στη λειτουργία των νεφρών (οξεία ή χρόνια). Επίσης, μπορεί να προκληθεί από καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του μυοκαρδίου, σοβαρό έγκαυμα, αιμορραγία από το γαστρεντερικό, απόφραξη του ουροποιητικού ή αφυδάτωση. Τα χαμηλά επίπεδα είναι πιο σπάνια και μπορεί να οφείλονται σε φυσιολογική κύηση, σε υποσιτισμό ή σε σοβαρή ηπατική νόσο.